Copyright 2024 - Εκπαιδευτικό Περισκόπιο

25ή Μαρτίου

ΤΟ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟ

ΤΟ  ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ  ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟ

(μονόπρακτο σκετς)

ΠΡΟΣΩΠΑ:          ΦΩΤΗΣ (βοσκόπουλο)

 

ΜΙΧΟΣ (βοσκόπουλο)

 

ΣΟΥΛΙΩΤΌΠΟΥΛΟ

 

ΦΩΝΕΣ

(Η σκηνή δείχνει το μαντρότοιχο μιας στάνης με μισάνοιχτη την πόρτα)

ΜΙΧΟΣ: (Καθισμένος, προσπαθεί ν’ αποστηθίσει το Σύμβολο της Πίστεως) «… Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν γεννηθέντα ου ποιηθέντα…». Πάλι ξέχασα «τον Υιόν του Θεού». (Επαναλαμβάνει) «Και εις έναν Κύριον…»

ΦΩΤΗΣ:                (Από μέσα) Ορέ Μίχο, τσοπάνης είσαι ή γραμματικός;

ΜΙΧΟΣ: (Δυνατά) Αν δε μάθουμε γράμματα και δεν κρατήσουμε την πίστη μας, ούτε καλοί τσοπάνηδες θα γίνουμε.

ΦΩΤΗΣ:                (Βγαίνει στο άνοιγμα της πόρτας) Δε λέω ,έτσι είναι. Μα εσύ το παρακάνεις. Δεν ακούς τα σκυλιά που γαβγίζουν; Την άλλη ,το Τουρκόπουλο μας την έφαγε την προβατίνα.

ΜΙΧΟΣ: Αφέντης είναι, τρώει. (Βάζει το χέρι αντήλιο και κοιτάζει πέρα). Ησύχασε, δεν είναι τίποτα. Αγρίμι θα συναπάντησαν…

ΦΩΤΗΣ:                Τίποτε, το λες εσύ. Κάποιος έρχεται.

ΜΙΧΟΣ: Γέρασες ,βρε Φώτη, πάνω στα νιάτα σου και δεν καλοβλέπεις. Το Σουλιωτόπουλο είναι. Δεν το γρικάς;

(Το Σουλιωτόπουλο μπαίνει στη σκηνή απαγγέλλοντας)

Η κανονιά μας γέννησε. Μας βάφτισε η κάπνα.

Το χούγιασμα νανούρισμα, η λευτεριά όνειρό μας.

Το γιαταγάνι ο ήλιος μας, τα βόλια πεφταστέρια

και με μπαρούτι ζυμωτό το μαύρο μας καρβέλι,

ψημένο μες την φούχτα μας, με τη φωτιά της μάχης.

ΦΩΤΗΣ:                Μου σφάζουν την καρδιά τούτα τα λόγια… Για σίμωσε ,ορέ γερακόπουλο. Πεινάς;

ΣΟΥΛ. : Πεινώ μάνα κι αδερφούλη,

Πεινώ κύρη, πεινώ Σούλι.

ΦΩΤΗΣ:                Μην κάνεις έτσι. Κι αυτό θα περάσει.

ΣΟΥΛ. : Όσο ζει ο Αλής ,τίποτα δεν περνάει. Άκου που σου λέω.

ΜΙΧΟΣ: Όσο ζούνε οι Σουλιώτες ,το Σούλι δεν απόθανε. Φώτη, φέρε ψωμί. Φέρε και τυρί να φιλέψουμε το παλικαρόπουλο.

ΣΟΥΛ. : Δεν πάει κάτω τίποτα.

ΦΩΤΗΣ:                Έτσι που κάνεις, θα ρέψεις, φίλε. (Μπαίνει μέσα, ενώ ο Μίχος στρώνει κατάχαμα μια πετσέτα).

ΦΩΤΗΣ:                (Έρχεται και τοποθετεί πάνω στην πετσέτα το ψωμί και το τυρί). Κόπιασε να στυλωθείς μια στάλα.

ΣΟΥΛ. : Τι κάνατε εδώ; Στρώσατε τραπέζι! Άλλο και τούτο. Εμείς το τρώγαμε στα πεταχτά. Να, έτσι. Μπουκιά και τουφεκιά. Σε τάβλα ποτέ μας δεν καθίσαμε.

ΦΩΤΗΣ:                Καλό για τότε. Μα τρώγε τώρα.

ΜΙΧΟΣ: (Κοιτάζοντας πέρα) Δεν ξεχνιέται της μάχης η συνήθεια.

ΦΩΤΗΣ:                Θες νερό; Να φέρω το φλασκί;

ΣΟΥΛ. : Φλασκί; Εμείς το τραβούσαμε με το σφουγγάρι από τις σχισμάδες του βραχότοπου.

ΦΩΤΗΣ:                Καλά, ντε. Μπας και θες να ξεδιψάσεις και τώρα με το σφουγγάρι;

ΣΟΥΛ. : Τώρα πίνω τα δάκρυά μου… Χόρτασα από δαύτα.

ΜΙΧΟΣ: Κιόλας;

ΣΟΥΛ. : Έτσι μάθαμε εμείς. Πολύ να’ ναι το λίγο.

ΦΩΤΗΣ:                Νερό;

ΣΟΥΛ.    Δεν με κυβερνά η δίψα.

ΜΙΧΟΣ: Πες μας κάτι ,ορέ παιδί!

ΦΩΤΗΣ:                Ας τον ήσυχο. Μην ξύνεις την πληγή την κακοφορμισμένη.

ΜΙΧΟΣ: Κάτι για το Σούλι, να ξεθυμάνει ο δόλιος. Να μάθουμε κι εμείς.

ΣΟΥΛ. : Τι να τα ξαναλέμε;

ΜΙΧΟΣ: Όσες φορές και να τα πεις, εγώ δεν τα χορταίνω.

ΦΩΤΗΣ:                Πες μας κάτι για το Ζάλογγο.

ΣΟΥΛ. : (Ξεροβήχει, γέρνει λίγο πίσω). Το Ζάλογγο βρίσκεται οχτώ ώρες πέρα από το Σούλι. Χωριό είναι, χτισμένο σε κακοτράχαλη βουνοκορφή. Τριγύρω διαφεντεύουν τον τόπο απέραστα γκρεμνά. Εκεί πήγαμε, σαν ρήμαξε το Σούλι. Φάγαμε ό,τι μας έδωσαν οι Ζαλογγιώτες. Στηλωθήκαμε. Μα… όχι για πολύ. Μέρα μεσημέρι ήταν. Σε κείνα τα βράχια εμείς τα παιδιά πιάσαμε το παιχνίδι. Στη μέση του παιχνιδιού κάποιο παιδί φώναξε: «Ορέ, Αρβανίτες ζώνουν τον τόπο». Αυτό ήταν. Πολεμούσαν οι γονέοι μας, μπιστολούσαμε κι εμείς και ψυχώναμε τους μεγάλους.

Α΄ ΦΩΝΗ:            (Από τα παρασκήνια) Βαράτε τους, ορέ, τους άπιστους!

Β΄ ΦΩΝΗ:            Χορτάστε τους μολύβι!

Γ΄ ΦΩΝΗ:             Χώμα ταΐστε τους, ορέ!

ΦΩΝΕΣ:                (Ανάκατα) Απάνω τους! Απάνω τους!

ΣΟΥΛ. : Οι μεγάλοι ρίχνανε στο ψαχνό. Μα σαν τελείωσαν όλα τα μπαρουτόβολα κι είδαμε ότι είμαστε ζωσμένοι από παντού, σύραμε τα σπαθιά, μικροί μεγάλοι. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα. Έναν ένα μας θέριζαν τα βόλια. Τότε ήταν που έπεσε η ματιά μου πέρα στο βράχο με το μεγάλο το γκρεμό. Θεέ μου, τι ήταν εκείνο που έβλεπα! Οι μανάδες μας, οι αδερφάδες μας… έριχναν τα μωρά στο γκρεμό και γκεμιζόντουσαν κι αυτές. Δεν κρατήθηκα. Έτρεξα κι εγώ και γκρεμίστηκα.

ΜΙΧΟΣ: Πώς έζησες;

ΣΟΥΛ. : Φαίνεται πως έπεσα πάνω στα κουφάρια των άλλων ,μαλακά.

ΦΩΤΗΣ:                Δε σε βρήκανε οι Τούρκοι;

ΣΟΥΛ. : Με βρήκανε οι Μεμέτηδες με τέσσερα άλλα παιδιά. Με πήρανε να με τουρκέψουν. Τους το έσκασα.

ΜΙΧΟΣ: Κατακαημένο Σούλι!

ΣΟΥΛ. : Κατακαημένοι Σουλιώτες! Αυτούς να κλαις πιότερο.

ΦΩΤΗΣ:                Πιες μια γουλιά νερό. Ξεράθηκε η γλώσσα σου.

ΣΟΥΛ. : (Σπρώχνει πίσω το φλασκί).

Διψώ μάνα κι αδερφούλη

διψώ κύρη,

ΔΙΨΩ ΣΟΥΛΙ.

(Αυλαία)

Από το περιοδικό «Ζωή του παιδιού», τεύχος 1167

Πηγή: thranio.gr

f t g m

Τα τελευταία νέα